- ἐναιώρημα
- ἐναιώρημαsuspended matterneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εναιώρημα — Βλ. λ. αιώρημα. * * * το (Α ἐναιώρημα) 1. αυτό που αιωρείται μέσα ή επιπλέει στην επιφάνεια υγρού 2. (φαρμ.) διάλυμα στερεάς ουσίας που τα μόριά της δεν διαλύονται στο υγρό αλλά μετεωρίζονται μέσα σε αυτό 3. ιατρ. το εξωτερικό μέρος συσκευής που… … Dictionary of Greek
αιώρημα ή εναιώρημα — Ετερογενές σύστημα μεταξύ ουσιών υγρών, στερεών ή αερίων όπου ενυπάρχουν πάντοτε δύο φάσεις, που αποτελούνται αντίστοιχα από ένα υλικό που διασπείρεται (υγρή ή αέρια μάζα) και τη διασπειρόμενη ουσία (υγρή ή στερεή μάζα, βλ. λ. διασπορά,… … Dictionary of Greek
ασβέστου, γάλα — Εναιώρημα του υδροξειδίου του ασβεστίου Ca(OH)2 σε νερό. Επειδή o σβησμένος ασβέστης ή υδροξείδιο του ασβεστίου παρασκευάζεται με σβήσιμο του ενεργού ασβέστη με νερό, είναι λίγο διαλυτός στο νερό (ασβεστόνερο) και γι’ αυτό κατά κανόνα προτιμάται… … Dictionary of Greek
ἐναιωρημάτων — ἐναιώρημα suspended matter neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναιωρήμασι — ἐναιώρημα suspended matter neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναιωρήμασιν — ἐναιώρημα suspended matter neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναιωρήματα — ἐναιώρημα suspended matter neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναιωρήματι — ἐναιώρημα suspended matter neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναιωρήματος — ἐναιώρημα suspended matter neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυμερή — Προϊόντα που προκύπτουν από την ένωση δύο ή περισσότερων μορίων μονομοριακών ενώσεων. Συνήθως η ένωση δύο, τριών ή τεσσάρων μορίων δηλώνεται, αντίστοιχα, με τους όρους «διμερή», «τριμερή», «τετραμερή» κλπ., ενώ η ονομασία πολυμερή (ακόμα και… … Dictionary of Greek